- τροφεία
- (I)ἡ, Α [τροφεύω]η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού.————————(II)τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Ααμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφόνεοελλ.τα έξοδα διατροφήςαρχ.1. φορβή ζώων2. (στον εν.) α) ο τόπος όπου ζει κανείςβ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκάλουν δὲ οἱ Ἀττικοὶ τὸ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον ὀρνίθων τροφεῑον, οἰκίσκον»3. φρ. «βίου τροφεῑα» — τα αναγκαία για τη ζωή (Σοφ.)β) (στην ποίηση) «τροφεῑα ματρὸς» — το μητρικό γάλα (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το τροφεύς, παρά με το ρ. τροφεύω].
Dictionary of Greek. 2013.